χρωμικός

χρωμικός
η , ό[ν] хим. хромовый;

χρωμικό οξύ — хромовая кислота


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρωμικός" в других словарях:

  • χρωμικός — (I) ή, ό, Ν [χρώμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμα («χρωμικές μέθοδοι φωτογράφησης»). (II) ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο («χρωμικά άλατα») 2. φρ. «χρωμικά ορυκτά» (ορυκτ.) μικρή ομάδα σπάνιων ανόργανων ενώσεων… …   Dictionary of Greek

  • χρωμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο: Γνωστό είναι το χρωμικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»